εξάπωλος — ἑξάπωλος, ον (Μ) (για άρμα) αυτός που έχει έξι πώλους, που σύρεται από έξι πώλους ή άλογα … Dictionary of Greek
ἑξάπωλον — ἑξάπωλος with six colts masc/fem acc sg ἑξάπωλος with six colts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)